Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κωλόφαρδος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Δείτε επίσης
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κωλόφαρδ
ος
η
κωλόφαρδ
η
το
κωλόφαρδ
ο
γενική
του
κωλόφαρδ
ου
της
κωλόφαρδ
ης
του
κωλόφαρδ
ου
αιτιατική
τον
κωλόφαρδ
ο
την
κωλόφαρδ
η
το
κωλόφαρδ
ο
κλητική
κωλόφαρδ
ε
κωλόφαρδ
η
κωλόφαρδ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κωλόφαρδ
οι
οι
κωλόφαρδ
ες
τα
κωλόφαρδ
α
γενική
των
κωλόφαρδ
ων
των
κωλόφαρδ
ων
των
κωλόφαρδ
ων
αιτιατική
τους
κωλόφαρδ
ους
τις
κωλόφαρδ
ες
τα
κωλόφαρδ
α
κλητική
κωλόφαρδ
οι
κωλόφαρδ
ες
κωλόφαρδ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κωλόφαρδος
<
κωλό-
+
φαρδύς
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
κωλόφαρδος, -η, -ο
(
οικείο
) που έχει υπερβολικά καλή
τύχη
, ιδίως σε τυχερά
παιχνίδια
ή όταν σώζεται από
κίνδυνο
Συνώνυμα
επεξεργασία
τυχεράκιας
Συγγενικά
επεξεργασία
κωλοφαρδία
φαρδομούνα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
καλότυχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κωλόφαρδος
αγγλικά
:
fortuitous
(en)
γαλλικά
:
veinard
(fr)
,
cocu
(fr)
ισπανικά
:
potroso
(es)
,
suertudo
(es)
πολωνικά
:
szczęściarz
(pl)
,
szczęśliwiec
(pl)
,
farciarz
(pl)