τυχεράκιας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τυχεράκιας | οι | τυχεράκηδες |
γενική | του | τυχεράκια | των | τυχεράκηδων |
αιτιατική | τον | τυχεράκια | τους | τυχεράκηδες |
κλητική | τυχεράκια | τυχεράκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τυχεράκιας αρσενικό
- αυτός που έχει μεγάλη τύχη
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τυχερός
Μεταφράσεις επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη τυχερός