Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωλο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κωλο-. Συγχρονικά αναλύεται σε κώλ(ος) + -ο-

  Πρόθημα επεξεργασία

κωλο-, κωλό- ή κωλ-

Άλλες γραφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωλο- < κῶλ(ος) (πρωκτός) + -ο- < ελληνιστική κοινή κῶλος < αρχαία ελληνικά κῶλον (μέλος, τμήμα σώματος)

  Πρόθημα επεξεργασία

κωλο-, κωλό- ή κωλ-

Σύνθετα επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωλο- < κῶλ(ον) (μέλος, τμήμα σώματος) + -ο-.
Για τη σημασία της ελληνιστικής λέξης κῶλος (πρωκτός) και την εναλλαγή κωλ-, κολ- δείτε κόλον (τμήμα παχέος εντέρου), με πιθανή επίδραση της λατινικής cūlus (πρωκτός)[1]

  Πρόθημα επεξεργασία

κωλο- ή κωλό- και κωλ-

Συγγενικά επεξεργασία

για το θέμα κολ-

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

διαφορετικής ετυμολογίας:

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «κώλον», «κώλος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.