• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κωλόβαθρον

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συγγενικά

Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κωλόβαθρον τὰ κωλόβαθρᾰ
      γενική τοῦ κωλοβάθρου τῶν κωλοβάθρων
      δοτική τῷ κωλοβάθρῳ τοῖς κωλοβάθροις
    αιτιατική τὸ κωλόβαθρον τὰ κωλόβαθρᾰ
     κλητική ὦ! κωλόβαθρον κωλόβαθρᾰ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κωλοβάθρω
γεν-δοτ τοῖν  κωλοβάθροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κωλόβαθρον < κωλό- (αρχαία ελληνική κῶλον) + βάθρον (< βαίνω)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κωλόβαθρον ουδέτερο

  • (ελληνιστική κοινή) ξυλοπόδαρο

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • καλόβαθρον (v.l.)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • κωλοβαθριστής
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κωλόβαθρον&oldid=6436732"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Νοεμβρίου 2023, στις 11:20

Γλώσσες

    • English
    • 한국어
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Νοεμβρίου 2023, στις 11:20.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας