Δείτε επίσης: ξυλοπόδαρος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
ξυλοπόδαρο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξυλοπόδαρο τα ξυλοπόδαρα
      γενική του ξυλοπόδαρου των ξυλοπόδαρων
    αιτιατική το ξυλοπόδαρο τα ξυλοπόδαρα
     κλητική ξυλοπόδαρο ξυλοπόδαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξυλοπόδαρο < ξύλο + -ο- + ποδάρι + -ο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ksi.loˈpo.ða.ɾo/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξυλοπόδαρο ουδέτερο

  1. ξύλινο ομοίωμα ποδιού
  2. ξύλινη κατασκευή που μοιάζει με μακρόστενο πόδι, πάνω στην οποία πατάει κάποιος και περπατάει

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία