ξυλοπόδαρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ksi.loˈpo.ða.ɾo/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξυλοπόδαρο ουδέτερο
- ξύλινο ομοίωμα ποδιού
- ξύλινη κατασκευή που μοιάζει με μακρόστενο πόδι, πάνω στην οποία πατάει κάποιος και περπατάει
Συγγενικά
επεξεργασία- ξυλοπόδαρος
- → δείτε τις λέξεις ξύλο και πόδι