ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κωλοβαθριστής οἱ κωλοβαθρισταί
      γενική τοῦ κωλοβαθριστοῦ τῶν κωλοβαθριστῶν
      δοτική τῷ κωλοβαθριστ τοῖς κωλοβαθρισταῖς
    αιτιατική τὸν κωλοβαθριστήν τοὺς κωλοβαθριστᾱ́ς
     κλητική ! κωλοβαθριστᾰ́ κωλοβαθρισταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κωλοβαθριστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  κωλοβαθρισταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κωλοβαθριστής < κωλόβαθρ(ον) + -ιστής < κωλο- (αρχαία ελληνική κῶλον) + βάθρον (βαίνω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κωλοβαθριστής αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία