κωλοβαθριστής
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυικός | Πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ | κωλοβαθριστής | τώ | κωλοβαθριστά | οἱ | κωλοβαθρισταί |
Γενική | τοῦ | κωλοβαθριστοῦ | τοῖν | κωλοβαθρισταῖν | τῶν | κωλοβαθριστῶν |
Δοτική | τῷ | κωλοβαθριστῇ | τοῖν | κωλοβαθρισταῖν | τοῖς | κωλοβαθρισταῖς |
Αιτιατική | τόν | κωλοβαθριστήν | τώ | κωλοβαθριστά | τούς | κωλοβαθριστάς |
Κλητική | (ὦ) | κωλοβαθριστά | (ὦ) | κωλοβαθριστά | (ὦ) | κωλοβαθρισταί |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κωλοβαθριστής < κωλόβαθρ(ον) + -ιστής < κωλο- (αρχαία ελληνική κῶλον) + βάθρον (βαίνω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κωλοβαθριστής αρσενικό
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «κωλοβαθριστής» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.