πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βάθρον τὰ βάθρ
      γενική τοῦ βάθρου τῶν βάθρων
      δοτική τῷ βάθρ τοῖς βάθροις
    αιτιατική τὸ βάθρον τὰ βάθρ
     κλητική ! βάθρον βάθρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βάθρω
γεν-δοτ τοῖν  βάθροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βάθρον < (βαίνω) θέμα βα- + -θρον [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. «βάθρο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.