↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βάθρον τὰ βάθρ
      γενική τοῦ βάθρου τῶν βάθρων
      δοτική τῷ βάθρ τοῖς βάθροις
    αιτιατική τὸ βάθρον τὰ βάθρ
     κλητική ! βάθρον βάθρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βάθρω
γεν-δοτ τοῖν  βάθροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βάθρον < (βαίνω) θέμα βα- + -θρον [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βάθρον αρσενικό

  1. βάθρο
  2. βάση, υπόβαθρο, βαθμίδα (σκαλί)
  3. κατώφλι
  4. χείλος (π.χ. κινδύνου)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βαίνω

Εκφράσεις

επεξεργασία


  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «βάθρο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.