βάθρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βάθρον | τὰ | βάθρᾰ |
γενική | τοῦ | βάθρου | τῶν | βάθρων |
δοτική | τῷ | βάθρῳ | τοῖς | βάθροις |
αιτιατική | τὸ | βάθρον | τὰ | βάθρᾰ |
κλητική ὦ! | βάθρον | βάθρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βάθρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βάθροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβάθρον αρσενικό
Σύνθετα
επεξεργασία- ἀνάβαθρον
- διάβαθρον
- ἔμβαθρον
- ἐπίβαθρον
- φυσόβαθρον
- κωλόβαθρον, καλόβαθρον
- μαλάβαθρον, βαλάβαθρον
- μαλόβαθρον
- ὑπόβαθρον
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βαίνω
Εκφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «βάθρο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- βάθρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βάθρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.