χείλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χείλος | τα | χείλη |
γενική | του | χείλους | των | χειλέων |
αιτιατική | το | χείλος | τα | χείλη |
κλητική | χείλος | χείλη | ||
Δείτε και το χείλι, τα χείλια. | ||||
Κατηγορία όπως «άνθος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χείλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χεῖλος (Δείτε και χείλι)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈçi.los/
- τονικά παρώνυμα: χυλός, χηλός
Ουσιαστικό επεξεργασία
χείλος ουδέτερο (γεν. χείλους, πληθ. χείλη, γεν.πλ. χειλέων· χρησιμοποιούνται επίσης και οι τύποι χείλια και χειλιών, από το χείλι)
- καθένας από τους δύο μυικούς ιστούς του προσώπου που σχηματίζουν εξωτερικά το στόμα. Διακρίνονται σε άνω και κάτω
- προκλητικά χείλη, δαγκώνει το άνω χείλος, όταν αγχώνεται
- η περιοχή γύρω από ένα τραύμα, ένα φυσικό κοίλωμα του σώματος
- τα χείλη της πληγής, τα χείλη του αιδοίου
- (μεταφορικά): το σημείο που καταλήγει κάθε επιφάνεια
- τα χείλη του ποτηριού
- στο χείλος του γκρεμού: στα πρόθυρα της καταστροφής
Άλλες μορφές επεξεργασία
επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
- αχειλία
- άχειλος
- διχειλικός (γραμματική, φωνητική)
- δίχειλος (βοτανική)
- επιχείλιος (ιατρική)
- λαγωχειλία (ιατρική)
- ξεχειλίζω
- ξεχείλισμα
- ξέχειλος
- ξεχείλωμα
- ξεχειλώνω
- υπερεκχείλιση
- υπερχειλίζω
- Χειλανθή (ταξινομία, βοτανική)
- χειλεανάγνωση
- χειλεοπλαστική
- χειλοδοντικός (γραμματική, φωνητική)
- χειλοϋπερωικός (γραμματική, φωνητική)
Εκφράσεις επεξεργασία
Εκφράσεις με τη λέξη χείλος
- στο χείλος της αβύσσου
- στο χείλος του αφανισμού
- στο χείλος του γκρεμού
- στο χείλος κατάρρευσης
- στο χείλος χρεοκοπίας
Εκφράσεις με τη λέξη χείλι
Εκφράσεις με τη λέξη χείλια ή χείλη
Συνήθως με τη λέξη χείλη
Με τη λέξη χείλη
Μεταφράσεις επεξεργασία
χείλος
|