Δείτε επίσης: χεῖλος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χείλος τα χείλη
      γενική του χείλους των χειλέων
    αιτιατική το χείλος τα χείλη
     κλητική χείλος χείλη
Δείτε και το χείλι, τα χείλια.
Κατηγορία όπως «άνθος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χείλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χεῖλος. Συγκρίνετε με το χείλι & αχείλι.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈçi.los/
τονικά παρώνυμα: χυλός, χηλός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χείλος ουδέτερο

  1. (ανατομία) καθένας από τους δύο μυικούς ιστούς του προσώπου που σχηματίζουν εξωτερικά το στόμα
    ⮡  προκλητικά χείλη, το άνω χείλος
  2. η περιοχή γύρω από ένα τραύμα, ένα φυσικό κοίλωμα του σώματος
    ⮡  τα χείλη της πληγής, τα χείλη του αιδοίου
  3. (μεταφορικά) το σημείο που καταλήγει κάθε επιφάνεια
    ⮡  τα χείλη του ποτηριού
    ⮡  δείτε και την έκφραση στο χείλος του γκρεμού

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Εκφράσεις με τη λέξη χείλος

Εκφράσεις με τη λέξη χείλι

Με τη λέξη χείλια ή χείλη

Συνήθως με τη λέξη χείλη

Με τη λέξη χείλη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία