Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεχειλώνω < ξέχειλος

  Ρήμα επεξεργασία

ξεχειλώνω

  1. τεντώνω κάτι πολύ ώστε χάνει την ελαστικότητά του και δεν επανέρχεται πια στις παλιές του διαστάσεις ή σχήμα
  2. φουσκώνω το σώμα μου (παχαίνω) τόσο πολύ, ώστε όταν αδυνατίζει δεν επανέρχεται πια στο σχήμα που είχε άλλοτε και το δέρμα μοιάζει με ξεχειλωμένο ύφασμα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία