Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεχείλισμα τα ξεχειλίσματα
      γενική του ξεχειλίσματος των ξεχειλισμάτων
    αιτιατική το ξεχείλισμα τα ξεχειλίσματα
     κλητική ξεχείλισμα ξεχειλίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεχείλισμα < ξεχειλίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεχείλισμα ουδέτερο

  1. η υπερχείλιση υγρών από το χείλος ενός σκεύους ή από τις κοίτες ποταμών, λιμνών
  2. (κατ’ επέκταση) η πλημμύρα αισθημάτων, η ένταση που ξεπερνά ένα όριο
    Ξεχείλισμα της δικής του λύπης, της μοναξιάς, της απελπισίας του. Έσφιξε το αγαπημένο κεφάλι μέσα στα χέρια του... (Η τελευταία αρκούδα της Πίνδου, του Δημ. Χατζή)

  Μεταφράσεις επεξεργασία