χειλοδοντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χειλοδοντικός < χειλικός + οδοντικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική labiodental
Επίθετο
επεξεργασίαχειλοδοντικός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία) (φθόγγος) που προφέρεται με το κάτω χείλος και τα πάνω δόντια
Μεταφράσεις
επεξεργασία χειλοδοντικός