↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χειλοδοντικός η χειλοδοντική το χειλοδοντικό
      γενική του χειλοδοντικού της χειλοδοντικής του χειλοδοντικού
    αιτιατική τον χειλοδοντικό τη χειλοδοντική το χειλοδοντικό
     κλητική χειλοδοντικέ χειλοδοντική χειλοδοντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χειλοδοντικοί οι χειλοδοντικές τα χειλοδοντικά
      γενική των χειλοδοντικών των χειλοδοντικών των χειλοδοντικών
    αιτιατική τους χειλοδοντικούς τις χειλοδοντικές τα χειλοδοντικά
     κλητική χειλοδοντικοί χειλοδοντικές χειλοδοντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χειλοδοντικός < χειλικός + οδοντικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική labiodental

  Επίθετο

επεξεργασία

χειλοδοντικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία