χειλικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χειλικός | η | χειλική | το | χειλικό |
γενική | του | χειλικού | της | χειλικής | του | χειλικού |
αιτιατική | τον | χειλικό | τη | χειλική | το | χειλικό |
κλητική | χειλικέ | χειλική | χειλικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χειλικοί | οι | χειλικές | τα | χειλικά |
γενική | των | χειλικών | των | χειλικών | των | χειλικών |
αιτιατική | τους | χειλικούς | τις | χειλικές | τα | χειλικά |
κλητική | χειλικοί | χειλικές | χειλικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χειλικός < χείλος + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική labial)
Επίθετο
επεξεργασίαχειλικός, -ή, -ό
- σχετικός με τα χείλια
- (γλωσσολογία) που παράγεται από το πέρασμα του αέρα ανάμεσα στα χείλια