labial
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαlabial (en)
Παράγωγα
επεξεργασίαΓαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | labial | labiaux |
θηλυκό | labiale | labiales |
Επίθετο
επεξεργασίαlabial (fr)
labial (en)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | labial | labiaux |
θηλυκό | labiale | labiales |
labial (fr)