Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χειλόφωνος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χειλόφων
ος
η
χειλόφων
η
το
χειλόφων
ο
γενική
του
χειλόφων
ου
της
χειλόφων
ης
του
χειλόφων
ου
αιτιατική
τον
χειλόφων
ο
τη
χειλόφων
η
το
χειλόφων
ο
κλητική
χειλόφων
ε
χειλόφων
η
χειλόφων
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χειλόφων
οι
οι
χειλόφων
ες
τα
χειλόφων
α
γενική
των
χειλόφων
ων
των
χειλόφων
ων
των
χειλόφων
ων
αιτιατική
τους
χειλόφων
ους
τις
χειλόφων
ες
τα
χειλόφων
α
κλητική
χειλόφων
οι
χειλόφων
ες
χειλόφων
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χειλόφωνος
<
χείλ(ος)
+
-ό-
+
-φωνος
(
φωνή
)
Επίθετο
επεξεργασία
χειλόφωνος, -η, -ο
(
φωνητική
) που εκφέρεται με τα
χείλη
(συνηθέστερα για γράμματα όπως τα
π
,
β
και
φ
)
Άλλες μορφές
επεξεργασία
χειλεόφωνος
Συνώνυμα
επεξεργασία
χειλικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χειλόφωνος
→
δείτε
τη λέξη
χειλικός