χειλόφωνων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαχειλόφωνων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του χειλόφωνος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του χειλόφωνος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του χειλόφωνος
χειλόφωνων