χειλόφωνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | χειλόφωνα | ||
γενική | των | χειλόφωνων | ||
αιτιατική | τα | χειλόφωνα | ||
κλητική | χειλόφωνα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χειλόφωνα < χειλεόφωνα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχειλόφωνα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γραμματική) τα χειλικά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χειλόφωνα
|