υπερεκχείλιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερεκχείλιση | οι | υπερεκχειλίσεις |
γενική | της | υπερεκχείλισης* | των | υπερεκχειλίσεων |
αιτιατική | την | υπερεκχείλιση | τις | υπερεκχειλίσεις |
κλητική | υπερεκχείλιση | υπερεκχειλίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερεκχειλίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υπερεκχείλιση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑπερεκχείλι(σις) (μαρτυρείται από το 1869)[1] + -ση < υπερεκχειλίζω. Μορφολογικά αναλύεται σε υπερ- + εκχείλιση.
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.peɾ.ekˈçi.li.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐εκ‐χεί‐λι‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υπερεκχείλιση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υπερεκχειλίζω
- ≈ συνώνυμα: υπερχείλιση → δείτε και το ξεχείλισμα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χείλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπερεκχείλιση
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ὑπερεκχείλισις - σελ. 1038-1039, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία
- υπερεκχείλιση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)