υπερεκχείλιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερεκχείλιση | οι | υπερεκχειλίσεις |
γενική | της | υπερεκχείλισης* | των | υπερεκχειλίσεων |
αιτιατική | την | υπερεκχείλιση | τις | υπερεκχειλίσεις |
κλητική | υπερεκχείλιση | υπερεκχειλίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερεκχειλίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπερεκχείλιση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερεκχείλιση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερεκχείλιση
|