χειλαράς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χειλαράς | η | χειλαρού | το | χειλαράδικο |
γενική | του | χειλαρά | της | χειλαρούς | του | χειλαράδικου |
αιτιατική | τον | χειλαρά | τη | χειλαρού | το | χειλαράδικο |
κλητική | χειλαρά | χειλαρού | χειλαράδικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χειλαράδες | οι | χειλαρούδες | τα | χειλαράδικα |
γενική | των | χειλαράδων | των | χειλαρούδων | των | χειλαράδικων |
αιτιατική | τους | χειλαράδες | τις | χειλαρούδες | τα | χειλαράδικα |
κλητική | χειλαράδες | χειλαρούδες | χειλαράδικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
ομάδα '-άς', Κατηγορία όπως «χορευταράς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χειλαράς < χείλ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -αράς[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çi.laˈɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐λα‐ράς
Επίθετο
επεξεργασίαχειλαράς, -ού, -άδικο
- (μεγεθυντικό) που έχει μεγάλα χείλη
- άλλες μορφές: χειλάς
Μεταφράσεις
επεξεργασία χειλαράς
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χειλαράς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας