Ετυμολογία

επεξεργασία
χειλάς < χείλη και -άς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χειλάς αρσενικό

  • με μεγάλα, έντονα χείλη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία