χεῖλος
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
χειλεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | χεῖλος | τὰ | χείλη - χείλεᾰ | |
γενική | τοῦ | χείλους - χείλεος | τῶν | χειλῶν - χειλέων | |
δοτική | τῷ | χείλει - χείλεῐ̈ | τοῖς | χείλεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | χεῖλος | τὰ | χείλη - χείλεα | |
κλητική ὦ! | χεῖλος | χείλη - χείλεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χείλει - χείλεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | χειλοῖν - χειλέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χεῖλος < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χεῖλος ( & δωρικός τύπος χῆλος & αιολικός τύπος χέλλος )
- το χείλος του στόματος
- ↪ ἐγέλασσε χείλεσιν (όχι με την καρδιά του)
- ↪ δάκνων τὰ χείλη (δαγκώνοντας τα χείλη του, δηλ. αμήχανος)
- ↪ χείλη προσεγγίσαι χείλεσιν (για το φιλί
- το στόμα
- ↪ χείλεσιν ἀμφιλάλοις
- ↪ ἐπὶ τοῖς χείλεσι τὰς ψυχὰς ἔχοντες (:με την ψυχή στο στόμα)
- άκρο
- ※ μούνη δ᾽ αὐτόθι Ἐλπὶς ἐν ἀρρήκτοισι δόμοισιν ἔνδον ἔμιμνε πίθου ὑπὸ χείλεσιν, οὐδὲ θύραζε ἐξέπτη (Ησίοδος, Εργα και Ημέραι, 97))
- εκεί απόμεινε μόνο η Ελπίδα μέσα σε ένα άθραυστο σπιτικό κάτω από τα χείλη του πιθαριού και δεν πέταξε έξω από την πόρτα
- ※ μούνη δ᾽ αὐτόθι Ἐλπὶς ἐν ἀρρήκτοισι δόμοισιν ἔνδον ἔμιμνε πίθου ὑπὸ χείλεσιν, οὐδὲ θύραζε ἐξέπτη (Ησίοδος, Εργα και Ημέραι, 97))
- όχθη
- ↪ αὐτὸς δὲ ἐπὶ τοῦ χείλεος τοῦ ποταμοῦ τύπτει... (αυτός δε στην όχθη του ποταμού χτυπά...)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- ἀπ᾽ ἄκρου χειλέων φιλοσοφεῖν ή άλλο απαρέμφατο: επιφανειακά
- ἀπὸ χειλέων σε αντιδιαστολή προς το ἀπὸ καρδίας
- ἐπ᾽ ἄκρου τοῦ χείλους : στην άκρη της γλώσσας, έτοιμος να ξεστομίσει κάτι
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «χεῖλος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «χεῖλος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.