Δείτε επίσης: χείλος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
χειλεσ-
ονομαστική τὸ χεῖλος τὰ χείλη - χείλε
      γενική τοῦ χείλους - χείλεος τῶν χειλῶν - χειλέων
      δοτική τῷ χείλει - χείλεῐ̈ τοῖς χείλεσ(ν)
    αιτιατική τὸ χεῖλος τὰ χείλη - χείλεα
     κλητική ! χεῖλος χείλη - χείλεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χείλει - χείλεε
γεν-δοτ τοῖν  χειλοῖν - χειλέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χεῖλος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χεῖλος ( & δωρικός τύποςχῆλος & αιολικός τύποςχέλλος )

  1. το χείλος του στόματος
    ⮡  ἐγέλασσε χείλεσιν (όχι με την καρδιά του)
    ⮡  δάκνων τὰ χείλη (δαγκώνοντας τα χείλη του, δηλ. αμήχανος)
    ⮡  χείλη προσεγγίσαι χείλεσιν (για το φιλί
  2. το στόμα
    ⮡  χείλεσιν ἀμφιλάλοις
    ⮡  ἐπὶ τοῖς χείλεσι τὰς ψυχὰς ἔχοντες (:με την ψυχή στο στόμα)
  3. άκρο
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 97 (96-98)
    μούνη δ᾽ αὐτόθι Ἐλπὶς ἐν ἀρρήκτοισι δόμοισιν | ἔνδον ἔμεινε πίθου ὑπὸ χείλεσιν, οὐδὲ θύραζε | ἐξέπτη·
    Και μόνο η Ελπίδα εκεί στο άθραυστο σπίτι της | έμεινε μέσα, από του πιθαριού τα χείλη κάτω, κι έξω δεν πέταξε | απ᾽ την πόρτα.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  4. όχθη
    ⮡  αὐτὸς δὲ ἐπὶ τοῦ χείλεος τοῦ ποταμοῦ τύπτει... (αυτός δε στην όχθη του ποταμού χτυπά...)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • ἀπ᾽ ἄκρου χειλέων φιλοσοφεῖν ή άλλο απαρέμφατο: επιφανειακά
  • ἀπὸ χειλέων σε αντιδιαστολή προς το ἀπὸ καρδίας
  • ἐπ᾽ ἄκρου τοῦ χείλους : στην άκρη της γλώσσας, έτοιμος να ξεστομίσει κάτι

Συγγενικά

επεξεργασία