Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερχειλίζω < μεσαιωνική ελληνική υπερχειλώ + -ίζω < (ελληνιστική κοινήὑπερχειλής < ὑπέρ + αρχαία ελληνική χεῖλος

  Ρήμα επεξεργασία

υπερχειλίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία