χυλός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χυλός | οι | χυλοί |
γενική | του | χυλού | των | χυλών |
αιτιατική | τον | χυλό | τους | χυλούς |
κλητική | χυλέ | χυλοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χυλός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χυλός
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχυλός αρσενικό
- παχύρρευστο υγρό παρασκεύασμα με βάση το αλεύρι σιταριού ή καλαμποκιού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χυλός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χυλός | οἱ | χυλοί |
γενική | τοῦ | χυλοῦ | τῶν | χυλῶν |
δοτική | τῷ | χυλῷ | τοῖς | χυλοῖς |
αιτιατική | τὸν | χυλόν | τοὺς | χυλούς |
κλητική ὦ! | χυλέ | χυλοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χυλώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χυλοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χυλός < χέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχυλός αρσενικό
- χυμός
- χυλός
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14, 57 30, @perseus.tufts.edu
- κάτιλλος δὲ ὀρνᾶτος ὁ λεγόμενος παρὰ ῾Ρωμαίοις οὕτως γίγνεται· θρίδακας πλύνας ξέσον καὶ ἐμβαλὼν οἶνον εἰς θυίαν τρῖβε τὰς θρίδακας, εἶτα τὸν χυλὸν ἐκπιέσας σελίγνιον συμφύρασον αὐτῷ καὶ συμπεσεῖν ἐάσας μετ' ὀλίγον τρῖψον εὐτόνως, προσβαλὼν ὀλίγον στέατος χοιρείου καὶ πέπερι, καὶ πάλιν τρίψας ἕλκυσον λάγανον καὶ λειάνας ἐκτεμὼν κατάτεμνε καὶ ἕψε εἰς ἔλαιον θερμότατον εἰς ἠθμὸν βαλὼν τὰ κατακεκομμένα. ἄλλα πλακούντων γένη· ὀστρακίτης, ἀττανῖται, ἄμυλον, τυροκόσκινον.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14, 57 30, @perseus.tufts.edu