→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θρίδαξ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θρίδαξ θηλυκό (θρῐδᾰκ- & θρῑδᾰκ-), δωρικός & ιωνικός τύπος του θριδακίνη

  • μαρούλι
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
    • 3 (Θάλεια), 32.3
      Ἕλληνες μὲν δὴ διὰ τοῦτο τὸ ἔπος φασὶ αὐτὴν ἀπολέσθαι ὑπὸ Καμβύσεω, Αἰγύπτιοι δὲ ὡς τραπέζῃ παρακατημένων λαβοῦσαν θρίδακα τὴν γυναῖκα περιτῖλαι καὶ ἐπανειρέσθαι τὸν ἄνδρα κότερον περιτετιλμένη ἢ δασέα ἡ θρίδαξ ἐοῦσα εἴη καλλίων, καὶ τὸν φάναι δασέαν,
      Γι᾽ αυτά τα λόγια της λένε οι Έλληνες ότι την ξέκανε ο Καμβύσης. Οι Αιγύπτιοι όμως λένε ότι κάθονταν κάποτε οι δυο τους στο τραπέζι, και η γυναίκα πήρε ένα μαρούλι και του μάδησε τα φύλλα και ρώτησε τον σύζυγό της πώς ήταν πιο ωραίο το μαρούλι, μαδημένο ή αμάδητο, κι εκείνος της απάντησε αμάδητο,
      Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    • 3 (Θάλεια), 32.4
      Ταύτην μέντοι κοτὲ σὺ τὴν θρίδακα ἐμιμήσαο, τὸν Κύρου οἶκον ἀποψιλώσας.
      «Και όμως το μαρούλι το μιμήθηκες εσύ και απογύμνωσες τον οίκο του Κύρου».
      Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  1ος κε αιώνας Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ἀπλῶν φαρμάκων, (Euporista vel De simplicibus medicinis), 2.51.6, @scaife.perseus
    θρίδακες ἄπλυτοι ἐσθιόμεναι, 〈καὶ〉 μάλιστα ἐπὶ τῶν ἀνορέκτων·
    ※  2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14, 57 30, @perseus.tufts.edu
    κάτιλλος δὲ ὀρνᾶτος ὁ λεγόμενος παρὰ ῾Ρωμαίοις οὕτως γίγνεται· θρίδακας πλύνας ξέσον καὶ ἐμβαλὼν οἶνον εἰς θυίαν τρῖβε τὰς θρίδακας, εἶτα τὸν χυλὸν ἐκπιέσας σελίγνιον συμφύρασον αὐτῷ καὶ συμπεσεῖν ἐάσας μετ' ὀλίγον τρῖψον εὐτόνως, προσβαλὼν ὀλίγον στέατος χοιρείου καὶ πέπερι, καὶ πάλιν τρίψας ἕλκυσον λάγανον καὶ λειάνας ἐκτεμὼν κατάτεμνε καὶ ἕψε εἰς ἔλαιον θερμότατον εἰς ἠθμὸν βαλὼν τὰ κατακεκομμένα. ἄλλα πλακούντων γένη· ὀστρακίτης, ἀττανῖται, ἄμυλον, τυροκόσκινον.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία