λάγανον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | λάγανον | τὰ | λάγανᾰ |
γενική | τοῦ | λαγάνου | τῶν | λαγάνων |
δοτική | τῷ | λαγάνῳ | τοῖς | λαγάνοις |
αιτιατική | τὸ | λάγανον | τὰ | λάγανᾰ |
κλητική ὦ! | λάγανον | λάγανᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λαγάνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λαγάνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λάγανον < θέμα λαγ- < αμάρτυρος τύπος *λάγ-ος (χαλαρός, μαλακός)[1] -δείτε και λαγαίω (αφήνω, χαλαρώνω)- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα **(s)leh₁g- (μαλακός, χαλαρός) [2]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: λαγάνα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλάγανον, -ου ουδέτερο
- (γαστρονομία) λεπτό και πλατύ είδος ψωμιού από αλεύρι και λάδι
- ≈ συνώνυμα:: ἴτριον, (λατινικά) tracta
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14, 57 30, @perseus.tufts.edu
- κάτιλλος δὲ ὀρνᾶτος ὁ λεγόμενος παρὰ ῾Ρωμαίοις οὕτως γίγνεται· θρίδακας πλύνας ξέσον καὶ ἐμβαλὼν οἶνον εἰς θυίαν τρῖβε τὰς θρίδακας, εἶτα τὸν χυλὸν ἐκπιέσας σελίγνιον συμφύρασον αὐτῷ καὶ συμπεσεῖν ἐάσας μετ' ὀλίγον τρῖψον εὐτόνως, προσβαλὼν ὀλίγον στέατος χοιρείου καὶ πέπερι, καὶ πάλιν τρίψας ἕλκυσον λάγανον καὶ λειάνας ἐκτεμὼν κατάτεμνε καὶ ἕψε εἰς ἔλαιον θερμότατον εἰς ἠθμὸν βαλὼν τὰ κατακεκομμένα. ἄλλα πλακούντων γένη· ὀστρακίτης, ἀττανῖται, ἄμυλον, τυροκόσκινον.
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ λαγάνα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ λαγαίω σελ. 819 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- λάγανον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.