ἴτριον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἴτριον | τὰ | ἴτριᾰ |
γενική | τοῦ | ἰτρίου | τῶν | ἰτρίων |
δοτική | τῷ | ἰτρίῳ | τοῖς | ἰτρίοις |
αιτιατική | τὸ | ἴτριον | τὰ | ἴτριᾰ |
κλητική ὦ! | ἴτριον | ἴτριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰτρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰτρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἴτριον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἴτριον ουδέτερο
- (γαστρονομία) είδος ψωμιού με σουσάμι και μέλι
- ※ ἄμυλοι πλακοῦντες σησαμοῦντες ἴτρια (Αχαρνείς, Αριστοφάνης, 5ος - 4ος αιώνας ΠΚΕ)
Συνώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἴτριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.