↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἴτριον τὰ ἴτρι
      γενική τοῦ ἰτρίου τῶν ἰτρίων
      δοτική τῷ ἰτρί τοῖς ἰτρίοις
    αιτιατική τὸ ἴτριον τὰ ἴτρι
     κλητική ! ἴτριον ἴτρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰτρίω
γεν-δοτ τοῖν  ἰτρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἴτριον < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἴτριον ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία