σησαμοῦς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σησαμοῦς | οἱ | σησαμοῦντες |
γενική | τοῦ | σησαμοῦντος | τῶν | σησαμούντων |
δοτική | τῷ | σησαμοῦντῐ | τοῖς | σησαμοῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | σησαμοῦντᾰ | τοὺς | σησαμοῦντᾰς |
κλητική ὦ! | σησαμοῦς | σησαμοῦντες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σησαμοῦντε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σησαμούντοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πλακοῦς' όπως «πλακοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σησαμοῦς < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου σησαμόεις
Ουσιαστικό επεξεργασία
σησαμοῦς, -οῦντος αρσενικό
- (γαστρονομία, γλυκό) είδος γλυκού με μέλι και σουσάμι
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 1092
- ἄμυλοι πλακοῦντες σησαμοῦντες ἴτρια,
- ※ ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Σ
- σησαμοῦς: πέμμα ἐκ μέλιτος καὶ σησάμης
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 1092
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σησαμοῦς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.