πέμμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πέμμᾰ | τὰ | πέμμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | πέμμᾰτος | τῶν | πεμμᾰ́των |
δοτική | τῷ | πέμμᾰτῐ | τοῖς | πέμμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | πέμμᾰ | τὰ | πέμμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | πέμμᾰ | πέμμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πέμμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πεμμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπέμμα, -ατος ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό αριθμό)
- (γαστρονομία) κάθε είδος μαγειρεμένης τροφής
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 160.5
- ἦν δὲ χρόνος οὗτος οὐκ ὀλίγος γενόμενος, ὅτε Χίων οὐδεὶς ἐκ τοῦ Ἀταρνέος τούτου οὔτε οὐλὰς κριθέων πρόχυσιν ἐποιέετο θεῶν οὐδενὶ οὔτε πέμματα ἐπέσσετο καρποῦ τοῦ ἐνθεῦτεν, ἀπείχετό τε τῶν πάντων ἱρῶν τὰ πάντα ἐκ τῆς χώρης ταύτης γινόμενα.
- Πέρασε πολύς καιρός και στο μεταξύ κανένας Χίος και για κανέναν θεό δεν έπαιρνε να προσφέρει κριθάλευρο από τα χωράφια του Αταρνέα, ούτε και έφτιαχνε λειτουργιές από το στάρι αυτού του τόπου· και γενικά οτιδήποτε έδιναν τα χωράφια αυτά δεν έμπαινε σε κανένα ιερό.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἦν δὲ χρόνος οὗτος οὐκ ὀλίγος γενόμενος, ὅτε Χίων οὐδεὶς ἐκ τοῦ Ἀταρνέος τούτου οὔτε οὐλὰς κριθέων πρόχυσιν ἐποιέετο θεῶν οὐδενὶ οὔτε πέμματα ἐπέσσετο καρποῦ τοῦ ἐνθεῦτεν, ἀπείχετό τε τῶν πάντων ἱρῶν τὰ πάντα ἐκ τῆς χώρης ταύτης γινόμενα.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 160.5
- (γλυκό, γαστρονομία) γλύκισμα, γλυκό φαγητό
- ※ 7ος/6ος πκε αιώνας Στησίχορος, Απόσπασμα 179a
- σασαμίδας χόνδρον τε καὶ ἐγκρίδας
ἄλλα τε πέμματα καὶ μέλι χλωρόν.- Σουσαμόψωμα, κουλούρια από βρώμη, ψωμάκια ζυμωμένα με λάδι γλυκό, | άλλες πίτες και μέλι χλωρό.
- Μετάφραση: Ι.Ν. Καζάζης. @greek-language.gr
- σασαμίδας χόνδρον τε καὶ ἐγκρίδας
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 3, 404d
- Οὐκοῦν καὶ Ἀττικῶν πεμμάτων τὰς δοκούσας εἶναι εὐπαθείας;
- Ούτε ακόμη και τα τόσα φημισμένα γλυκίσματα της Αττικής λιχουδιάς.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- Οὐκοῦν καὶ Ἀττικῶν πεμμάτων τὰς δοκούσας εἶναι εὐπαθείας;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 2, 373a
- ταῦτα γὰρ δή τισιν, ὡς δοκεῖ, οὐκ ἐξαρκέσει, οὐδὲ αὕτη ἡ δίαιτα, ἀλλὰ κλῖναί τε προσέσονται καὶ τράπεζαι καὶ τἆλλα σκεύη, καὶ ὄψα δὴ καὶ μύρα καὶ θυμιάματα καὶ ἑταῖραι καὶ πέμματα, καὶ ἕκαστα τούτων παντοδαπά.
- γιατί πραγματικώς εκείνος ο τρόπος ζωής δεν είναι για να ευχαριστεί όλους, αλλά θα χρειαστούμε γι᾽ αυτούς και κλίνες και τραπέζια και άλλα έπιπλα και ορεκτικά, ακόμη και αρώματα και γυναίκες και λιχουδιές κάθε λογής και σε αφθονία.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- ταῦτα γὰρ δή τισιν, ὡς δοκεῖ, οὐκ ἐξαρκέσει, οὐδὲ αὕτη ἡ δίαιτα, ἀλλὰ κλῖναί τε προσέσονται καὶ τράπεζαι καὶ τἆλλα σκεύη, καὶ ὄψα δὴ καὶ μύρα καὶ θυμιάματα καὶ ἑταῖραι καὶ πέμματα, καὶ ἕκαστα τούτων παντοδαπά.
- ※ 7ος/6ος πκε αιώνας Στησίχορος, Απόσπασμα 179a
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πέσσω
Πηγές
επεξεργασία- πέμμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πέμμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.