Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

pemma < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική πέμμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

pemma (la) ουδέτερο

  • γλυκά, γλυκίσματα

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική pemma pemmată
γενική pemmatis pemmatum
δοτική pemmatī pemmatĭbus
αιτιατική pemma pemmată
κλητική pemma pemmată
αφαιρετική pemmate pemmatĭbus
(γ' κλίση)

  Πηγές επεξεργασία