γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σησαμόεις σησαμόεσσ τὸ σησαμόεν
      γενική τοῦ σησαμόεντος τῆς σησαμοέσσης τοῦ σησαμόεντος
      δοτική τῷ σησαμόεντ τῇ σησαμοέσσ τῷ σησαμόεντ
    αιτιατική τὸν σησαμόεντ τὴν σησαμόεσσᾰν τὸ σησαμόεν
     κλητική ! σησαμόεν σησαμόεσσ σησαμόεν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σησαμόεντες αἱ σησαμόεσσαι τὰ σησαμόεντ
      γενική τῶν σησαμοέντων τῶν σησαμοεσσῶν τῶν σησαμοέντων
      δοτική τοῖς σησαμόεσῐ(ν) ταῖς σησαμοέσσαις τοῖς σησαμοέσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς σησαμόεντᾰς τὰς σησαμοέσσᾱς τὰ σησαμόεντ
     κλητική ! σησαμόεντες σησαμόεσσαι σησαμόεντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σησαμόεντε τὼ σησαμοέσσ τὼ σησαμόεντε
      γεν-δοτ τοῖν σησαμοέντοιν τοῖν σησαμοέσσαιν τοῖν σησαμοέντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'χαρίεις' όπως «χαρίεις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σησαμόεις < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

σησαμόεις, -εσσα, -εν

Συγγενικά

επεξεργασία