↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σουσαμένιος η σουσαμένια το σουσαμένιο
      γενική του σουσαμένιου της σουσαμένιας του σουσαμένιου
    αιτιατική τον σουσαμένιο τη σουσαμένια το σουσαμένιο
     κλητική σουσαμένιε σουσαμένια σουσαμένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σουσαμένιοι οι σουσαμένιες τα σουσαμένια
      γενική των σουσαμένιων των σουσαμένιων των σουσαμένιων
    αιτιατική τους σουσαμένιους τις σουσαμένιες τα σουσαμένια
     κλητική σουσαμένιοι σουσαμένιες σουσαμένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σουσαμένιος < σουσάμ(ι) + -ένιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /su.saˈme.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σου‐σα‐μέ‐νιος

  Επίθετο

επεξεργασία

σουσαμένιος, -α, -ο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία