πασπαλισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πασπαλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πασπαλίζω
Μετοχή
επεξεργασία
πασπαλισμένος, -η, -ο
- που έχει πασπαλιστεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πασπάλη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πασπαλισμένος
|