Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πασπαλίζω < πασπάλη + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

πασπαλίζω (παθητική φωνή: πασπαλίζομαι)

  1. ρίχνω με το χέρι μου πάνω σε κάτι μια στερεά ουσία σε μορφή σκόνης
  2. (μεταφορικά) κάνω κάτι πολύ πρόχειρα και επιφανειακά

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία