Ετυμολογία

επεξεργασία
πασπαλίζω < πασπάλη + -ίζω

πασπαλίζω (παθητική φωνή: πασπαλίζομαι)

  1. ρίχνω με το χέρι μου πάνω σε κάτι μια στερεά ουσία σε μορφή σκόνης
  2. (μεταφορικά) κάνω κάτι πολύ πρόχειρα και επιφανειακά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία