sprinkle (en)

  1. (μεταβατικό) πασπαλίζω κάτι με κάτι
  2. (μεταβατικό) ψεκάζω κάτι με κάτι, ραντίζω, πιτσιλώ-πιτσιλάω μικροσταγονίδια
  3. (αμετάβατο) ψιχαλίζει, ψιλοβρέχει

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sprinkle (en)

  1. πρέζα (πχ. μια πρέζα αλάτι)
  2. sprinkles: κόκκοι τρούφας (συνήθως πληθυντικός)
  3. και sprinkling η ψιχάλα, το ψιλόβροχο, το ψιχάλισμα