sprinkle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαsprinkle (en)
- (μεταβατικό) πασπαλίζω κάτι με κάτι
- (μεταβατικό) ψεκάζω κάτι με κάτι, ραντίζω, πιτσιλώ-πιτσιλάω μικροσταγονίδια
- (αμετάβατο) ψιχαλίζει, ψιλοβρέχει
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsprinkle (en)
sprinkle (en)
sprinkle (en)