dust
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dust | dusts |
dust (en)
- σκόνη
- ↪ When the dust cloud settled…
- Όταν καταλάγιασε ο κουρνιαχτός…
- ↪ When the dust cloud settled…
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | dust |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dusts |
αόριστος | dusted |
παθητική μετοχή | dusted |
ενεργητική μετοχή | dusting |
dust (en)