Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dust dusts

dust (en)

ενεστώτας dust
γ΄ ενικό ενεστώτα dusts
αόριστος dusted
παθητική μετοχή dusted
ενεργητική μετοχή dusting

dust (en)

  1. ξεσκονίζω
  2. καλύπτω κάτι με λεπτόκοκκη ουσία ή υγρό