ξεσκονίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεσκονίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεσκονίζω < ξε- + σκονίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kse.skoˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐σκο‐νί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαξεσκονίζω, αόρ.: ξεσκόνισα, παθ.φωνή: ξεσκονίζομαι, π.αόρ.: ξεσκονίστηκα, μτχ.π.π.: ξεσκονισμένος
- απομακρύνω τη σκόνη, καθαρίζω
- ※ Πάτησε σ' ένα σκαμνί, να ξεσκονίσει τα παπούτσια της. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
- (μεταφορικά) ξαναθυμάμαι κάνοντας επανάληψη σε κάτι που είχα μάθει πριν από καιρό
- (μεταφορικά) εξετάζω εξονυχιστικά κάτι κάποιον
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεσκονίζω | ξεσκόνιζα | θα ξεσκονίζω | να ξεσκονίζω | ξεσκονίζοντας | |
β' ενικ. | ξεσκονίζεις | ξεσκόνιζες | θα ξεσκονίζεις | να ξεσκονίζεις | ξεσκόνιζε | |
γ' ενικ. | ξεσκονίζει | ξεσκόνιζε | θα ξεσκονίζει | να ξεσκονίζει | ||
α' πληθ. | ξεσκονίζουμε | ξεσκονίζαμε | θα ξεσκονίζουμε | να ξεσκονίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεσκονίζετε | ξεσκονίζατε | θα ξεσκονίζετε | να ξεσκονίζετε | ξεσκονίζετε | |
γ' πληθ. | ξεσκονίζουν(ε) | ξεσκόνιζαν ξεσκονίζαν(ε) |
θα ξεσκονίζουν(ε) | να ξεσκονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεσκόνισα | θα ξεσκονίσω | να ξεσκονίσω | ξεσκονίσει | ||
β' ενικ. | ξεσκόνισες | θα ξεσκονίσεις | να ξεσκονίσεις | ξεσκόνισε | ||
γ' ενικ. | ξεσκόνισε | θα ξεσκονίσει | να ξεσκονίσει | |||
α' πληθ. | ξεσκονίσαμε | θα ξεσκονίσουμε | να ξεσκονίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεσκονίσατε | θα ξεσκονίσετε | να ξεσκονίσετε | ξεσκονίστε | ||
γ' πληθ. | ξεσκόνισαν ξεσκονίσαν(ε) |
θα ξεσκονίσουν(ε) | να ξεσκονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεσκονίσει | είχα ξεσκονίσει | θα έχω ξεσκονίσει | να έχω ξεσκονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεσκονίσει | είχες ξεσκονίσει | θα έχεις ξεσκονίσει | να έχεις ξεσκονίσει | έχε ξεσκονισμένο | |
γ' ενικ. | έχει ξεσκονίσει | είχε ξεσκονίσει | θα έχει ξεσκονίσει | να έχει ξεσκονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεσκονίσει | είχαμε ξεσκονίσει | θα έχουμε ξεσκονίσει | να έχουμε ξεσκονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεσκονίσει | είχατε ξεσκονίσει | θα έχετε ξεσκονίσει | να έχετε ξεσκονίσει | έχετε ξεσκονισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ξεσκονίσει | είχαν ξεσκονίσει | θα έχουν ξεσκονίσει | να έχουν ξεσκονίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ξεσκονισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ξεσκονισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ξεσκονισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ξεσκονισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεσκονίζομαι | ξεσκονιζόμουν(α) | θα ξεσκονίζομαι | να ξεσκονίζομαι | ||
β' ενικ. | ξεσκονίζεσαι | ξεσκονιζόσουν(α) | θα ξεσκονίζεσαι | να ξεσκονίζεσαι | ||
γ' ενικ. | ξεσκονίζεται | ξεσκονιζόταν(ε) | θα ξεσκονίζεται | να ξεσκονίζεται | ||
α' πληθ. | ξεσκονιζόμαστε | ξεσκονιζόμαστε ξεσκονιζόμασταν |
θα ξεσκονιζόμαστε | να ξεσκονιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεσκονίζεστε | ξεσκονιζόσαστε ξεσκονιζόσασταν |
θα ξεσκονίζεστε | να ξεσκονίζεστε | (ξεσκονίζεστε) | |
γ' πληθ. | ξεσκονίζονται | ξεσκονίζονταν ξεσκονιζόντουσαν |
θα ξεσκονίζονται | να ξεσκονίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεσκονίστηκα | θα ξεσκονιστώ | να ξεσκονιστώ | ξεσκονιστεί | ||
β' ενικ. | ξεσκονίστηκες | θα ξεσκονιστείς | να ξεσκονιστείς | ξεσκονίσου | ||
γ' ενικ. | ξεσκονίστηκε | θα ξεσκονιστεί | να ξεσκονιστεί | |||
α' πληθ. | ξεσκονιστήκαμε | θα ξεσκονιστούμε | να ξεσκονιστούμε | |||
β' πληθ. | ξεσκονιστήκατε | θα ξεσκονιστείτε | να ξεσκονιστείτε | ξεσκονιστείτε | ||
γ' πληθ. | ξεσκονίστηκαν ξεσκονιστήκαν(ε) |
θα ξεσκονιστούν(ε) | να ξεσκονιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεσκονιστεί | είχα ξεσκονιστεί | θα έχω ξεσκονιστεί | να έχω ξεσκονιστεί | ξεσκονισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεσκονιστεί | είχες ξεσκονιστεί | θα έχεις ξεσκονιστεί | να έχεις ξεσκονιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεσκονιστεί | είχε ξεσκονιστεί | θα έχει ξεσκονιστεί | να έχει ξεσκονιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεσκονιστεί | είχαμε ξεσκονιστεί | θα έχουμε ξεσκονιστεί | να έχουμε ξεσκονιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεσκονιστεί | είχατε ξεσκονιστεί | θα έχετε ξεσκονιστεί | να έχετε ξεσκονιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεσκονιστεί | είχαν ξεσκονιστεί | θα έχουν ξεσκονιστεί | να έχουν ξεσκονιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεσκονισμένος - είμαστε, είστε, είναι ξεσκονισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεσκονισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεσκονισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεσκονισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεσκονισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεσκονισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεσκονισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεσκονίζω
(άλλες σημασίες)
|
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεσκονίζω
Εκφράσεις
επεξεργασία- ξεσκονίζω τὸ πλιτσούνι: συνουσιάζομαι
Πηγές
επεξεργασία- ξεσκονίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].