φρεσκάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαφρεσκάρω
- κάνω κάτι να μοιάζει φρέσκο, το ανανεώνω ή το αναζωογονώ ώστε να αποκτήσει όντως τα χαρακτηριστικά του φρέσκου και δροσερού
- φρεσκάρω το δωμάτιο (το βάφω)/φρεσκάρω τα γαλλικά μου (προσπαθώ να τα ξαναθυμηθώ)
- Πάω να φρεσκαριστώ (να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου, να αλλάξω ρούχα, να κάνω ένα ντους, να αναζωογονηθώ)
- φρεσκάρω το μακιγιάζ, την κόμμωση των μαλλιών : ανανεώνω
- φρεσκάρω' τα λουλούδια στο βάζο (πετάω τα μαραμένα και βάζω άλλα)
- (για αέρα): δυναμώνει η έντασή του και γίνεται πιο ψυχρός
- Ἀπ᾽ τὴ θάλασσα, παπά, τὰ ἴδια καὶ χειρότερα. Γραιολεβάντες δυνατός, φουρτούνα, κιαμέτ. Ὅλο καὶ φρεσκάρει. Ξίδι μοναχό. Ποῦ μπορεῖς νὰ ξεμυτίσῃς ὄξ᾽ ἀπ᾽ τὸ λιμάνι, κατὰ τ᾽ Ἀσπρόνησο! (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία φρεσκάρω