όντως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- όντως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄντως
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈon.dos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐ντως
- παλιότερος συλλαβισμός : όν‐τως
- ομόηχο: όντος
Επίρρημα
επεξεργασίαόντως
- πράγματι, πραγματικά
- ⮡ οι εξελίξεις είναι όντως εντυπωσιακές
Συνώνυμα
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πραγματικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία όντως
- → δείτε τη λέξη πραγματικά