Δείτε επίσης: ὄντας, οντάς

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
όντας: η νεότερη, άκλιτη μετοχή του είμαι

όντας άκλιτο

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ων
& όντας
η ούσα το ον
      γενική του όντος
& όντα
της ούσας
& ούσης*
του όντος
    αιτιατική τον όντα την ούσα το ον
     κλητική ων
& όντα
ούσα ον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι όντες οι ούσες τα όντα
      γενική των όντων των ουσών των όντων
    αιτιατική τους όντες τις ούσες τα όντα
     κλητική όντες ούσες όντα
Η αρχαία μετοχή ὤν, οὖσα, ὄν.
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
όντας, ων μετοχή ενεστώτα του ρήματος είμαι με νεότερες καταλήξεις: αρχαία ελληνική ὤν, γενική ὄντος μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος εἰμί

όντας, ούσα, ον

  • ων μορφή με νεότερες καταλήξεις
      όντας απαισιόδοξος, δεν ελπίζει σε τίποτα

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 3

επεξεργασία
όντας < από το μεσαιωνικό ὄντα με κάποια επίδραση του όταν

Σύνδεσμος

επεξεργασία

όντας