ων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ων & όντας |
η | ούσα | το | ον |
γενική | του | όντος & όντα |
της | ούσας & ούσης* |
του | όντος |
αιτιατική | τον | όντα | την | ούσα | το | ον |
κλητική | ων & όντα |
ούσα | ον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | όντες | οι | ούσες | τα | όντα |
γενική | των | όντων | των | ουσών | των | όντων |
αιτιατική | τους | όντες | τις | ούσες | τα | όντα |
κλητική | όντες | ούσες | όντα | |||
Η αρχαία μετοχή ὤν, οὖσα, ὄν. Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὤν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος εἰμί
Μετοχή
επεξεργασία- (αρχαιοπρεπές) που είμαι, όντας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ων