ὄν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ὄν ουδέτερο
- ουσιαστικοποιημένη μετοχή από την οποία προέρχεται η λέξη (και επιστήμη) της οντολογίας, και σημαίνει το πραγματικό, εκείνο που υπάρχει, σε αντιδιαστολή προς το τό μή ὄν
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- οὐδέν γίνεται ἐκ τοῦ μή ὄντος Επίκουρος
- ἐξ οὐκ ὄντων ἐποίησεν αὐτὰ ὁ θεός (κατά Λουκά)