Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φρεσκάρει
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
φρεσκάρει
γ
'
ενικό
οριστικής
(
ή
υποτακτικής
)
ενεστώτα
ενεργητικής
φωνής
του ρήματος
φρεσκάρω