• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σήσαμον

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις
  • 2 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 2.1 Ετυμολογία
    • 2.2 Ουσιαστικό

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σήσαμον < αρχαία ελληνική σήσαμον

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

σήσαμον ουδέτερο

  1. (καθαρεύουσα) σουσάμι

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    σήσαμον

Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σήσαμον τὰ σήσαμᾰ
      γενική τοῦ σησάμου τῶν σησάμων
      δοτική τῷ σησάμῳ τοῖς σησάμοις
    αιτιατική τὸ σήσαμον τὰ σήσαμᾰ
     κλητική ὦ! σήσαμον σήσαμᾰ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σησάμω
γεν-δοτ τοῖν  σησάμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σήσαμον < σησάμη + -ον

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

σήσαμον ουδέτερο

  1. σουσάμι
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σήσαμον&oldid=5512645"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 13:31
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 13:31.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie