↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σήσαμον τὰ σήσαμ
      γενική τοῦ σησάμου τῶν σησάμων
      δοτική τῷ σησάμ τοῖς σησάμοις
    αιτιατική τὸ σήσαμον τὰ σήσαμ
     κλητική ! σήσαμον σήσαμ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σησάμω
γεν-δοτ τοῖν  σησάμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σήσαμον < δάνειο σημιτικής προέλευσης . Συγγενή: μυκηναϊκή 𐀭𐀭𐀔 (sa-sa-ma), (Χρειάζεται κι άλλα συγγενή) [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σήσαμον, -ου ουδέτερο

  • σουσάμι, σπόρος ή καρπός της σουσαμιάς
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 117.4
    τὸν μὲν γὰρ χειμῶνα ὕει σφι ὁ θεὸς ὥσπερ καὶ τοῖσι ἄλλοισι ἀνθρώποισι, τοῦ δὲ θέρεος σπείροντες μελίνην καὶ σήσαμον χρηίσκονται τῷ ὕδατι.
    Γιατί τον χειμώνα βέβαια βρέχει ο θεός και γι᾽ αυτούς, όπως και για τους άλλους ανθρώπους, αλλά το καλοκαίρι χρειάζεται νερό για να σπείρουν το κεχρί και το σουσάμι.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σουσάμι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.