σήσαμον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σήσαμον | τὰ | σήσαμᾰ |
γενική | τοῦ | σησάμου | τῶν | σησάμων |
δοτική | τῷ | σησάμῳ | τοῖς | σησάμοις |
αιτιατική | τὸ | σήσαμον | τὰ | σήσαμᾰ |
κλητική ὦ! | σήσαμον | σήσαμᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σησάμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σησάμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σήσαμον < δάνειο σημιτικής προέλευσης. Συγγενή: μυκηναϊκή 𐀭𐀭𐀔 (sa-sa-ma), (Χρειάζεται κι άλλα συγγενή) [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
σήσαμον, -ου ουδέτερο
επεξεργασία
(Χρειάζεται επεξεργασία)
επεξεργασία
- ↑ σουσάμι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- σήσαμον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σήσαμον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.