σησάμη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σησάμη | οι | σησάμες |
γενική | της | σησάμης | των | σησαμών |
αιτιατική | τη | σησάμη | τις | σησάμες |
κλητική | σησάμη | σησάμες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σησάμη < αρχαία ελληνική σησάμη[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /siˈsa.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ση‐σά‐μη
Ουσιαστικό επεξεργασία
σησάμη θηλυκό
- (λόγιο) άλλη μορφή του σουσαμιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
σησάμη
→ δείτε τη λέξη σουσαμιά |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σησάμη | αἱ | σησάμαι |
γενική | τῆς | σησάμης | τῶν | σησαμῶν |
δοτική | τῇ | σησάμῃ | ταῖς | σησάμαις |
αιτιατική | τὴν | σησάμην | τὰς | σησάμᾱς |
κλητική ὦ! | σησάμη | σησάμαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σησάμᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σησάμαιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σησάμη < άγνωστης ετυμολογίας
Ουσιαστικό επεξεργασία
σησάμη θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- σησάμη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σησάμη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.