λαγαρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λαγαρός | η | λαγαρή | το | λαγαρό |
γενική | του | λαγαρού | της | λαγαρής | του | λαγαρού |
αιτιατική | τον | λαγαρό | τη | λαγαρή | το | λαγαρό |
κλητική | λαγαρέ | λαγαρή | λαγαρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λαγαροί | οι | λαγαρές | τα | λαγαρά |
γενική | των | λαγαρών | των | λαγαρών | των | λαγαρών |
αιτιατική | τους | λαγαρούς | τις | λαγαρές | τα | λαγαρά |
κλητική | λαγαροί | λαγαρές | λαγαρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λαγαρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λαγαρός[1]
Επίθετο
επεξεργασίαλαγαρός, -ή, -ό
- (για υγρά) καθαρός, διαυγής
- (μεταφορικά) σαφής, ξεκάθαρος
- ※ Να 'ναι έτσι απλά και λαγαρά τα πράματα και να μην τα σκεφτώ από καιρό! (Τάκης Αδάμος Ποιος θα εμποδίσει την άνοιξη; [διήγημα], Εκδ. Καστανιώτη, 1981)
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαγαρός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λαγαρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασίαλαγαρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λαγαρός
Επίθετο
επεξεργασίαλαγαρός
Πηγές
επεξεργασία- λαγαρός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαλαγαρός < λαγαίω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαλαγαρός, -ά, -όν, συγκριτικός :λαγαρώτερος, υπερθετικός : λαγαρώτατος
- χαλαρός, άτονος, εξασθενισμένος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Περὶ ἱππικῆς, 1.8 @scaife.perseus
- ἀπό γε μὴν τοῦ στέρνου ὁ μὲν αὐχὴν αὐτοῦ μὴ ὥσπερ κάπρου προπετὴς πεφύκοι, ἀλλʼ ὥσπερ ἀλεκτρυόνος ὀρθὸς πρὸς τὴν κορυφὴν ἥκοι, λαγαρὸς δὲ εἴη τὰ κατὰ τὴν συγκαμπήν,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Περὶ ἱππικῆς, 1.8 @scaife.perseus
- υποχωρητικός
- ισχνός, αδύνατος
- (για δρόμο) στενός
- (για τις λαγόνες ή για την κοιλιά ζώου) κοίλος, βαθουλός
- (μεταφορικά) νωθρός, νωχελικός
- (για κίονες) λεπτός, κομψός
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Ποπλικόλας, 15.4, p.p.542 @scaife.perseus
- οἱ δὲ κίονες ἐκ τοῦ Πεντελῆσιν ἐτμήθησαν λίθου, κάλλιστα τῷ πάχει πρὸς τὸ μῆκος ἔχοντες· εἴδομεν γὰρ αὐτοὺς Ἀθήνησιν. ἐν δὲ Ῥώμῃ πληγέντες αὖθις καὶ ἀναξυσθέντες οὐ τοσοῦτον ἔσχον γλαφυρίας ὅσον ἀπώλεσαν συμμετρίας καὶ[*] τοῦ καλοῦ, διάκενοι καὶ λαγαροὶ φανέντες.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Ποπλικόλας, 15.4, p.p.542 @scaife.perseus
- (για αράχνη) άτονος, ή, κατ' άλλους, ευκίνητος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 38 @scaife.perseus
- Εἰσὶ δὲ καὶ τῶν ἀραχνίων οἱ γλαφυρώτατοι καὶ λαγαρώτατοι καὶ τεχνικώτεροι περὶ τὸν βίον.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 38 @scaife.perseus
- ελληνιστική σημασία (για έμπλαστρο) πορώδης, απορροφητικός
- (μεταφορικά) (για στίχο) αυτός που έχει στο μέσον βραχεία συλλαβή αντί για μακρά
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14, 32 @scaife.perseus
- ὅτι δὲ πρὸς τὴν μουσικὴν οἰκειότατα διέκειντο οἱ ἀρχαῖοι δῆλον καὶ ἐξ Ὁμήρου· ὃς διὰ τὸ μεμελοποιηκέναι πᾶσαν ἑαυτοῦ τὴν ποίησιν ἀφροντιστὶ τοὺς πολλοὺς ἀκεφάλους ποιεῖ στίχους καὶ λαγαρούς, ἔτι δὲ μειούρους.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14, 32 @scaife.perseus
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λαγαρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λαγαρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.