λαγαίω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαγαίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)leg- (μαλακός, χαλαρός) για την οποία δείτε και λαγαρός, λάγνος, λήγω
Ρήμα
επεξεργασίαλαγαίω
Ρηματικοί τύποι
επεξεργασίαΜαρτυρείται στους τύπους:
- απαρέμφατο λαγαῖεν (επιγραφές 5ου αιώνα, Γόρτυνα, Κρήτη, ⌘iCret. 4.62.6 & 4.78.4 @epigraphy.packhum.org)
- αόριστος: λαγάσει, λαγάσαι (επιγραφή, περίπου 480-450 πκε, iCret. 4.78, στίχοι 6, 8, 26, 28, 32 @epigraphy.packhum.org)
Συγγενικά
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασίαλαγαίω (αρχαία ελληνικά)
- ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: λαγάζω
- ⇒ νέα ελληνικά: λαγιάζω (ιδιωματικό)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λαγαίω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- λαγαίω - Πρότυπο:R:Frisk