λαγιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαγιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λαγάζω < αρχαία ελληνική λαγαίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)leg- (μαλακός, χαλαρός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /laˈʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐γιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαλαγιάζω, αόρ.: λάγιασα/ελάγιασα, παθ.φωνή: λαγιάζομαι, μτχ.π.π.: λαγιασμένος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- λάγιαση (έκφραση: δεν κάμω λάγιαση, δεν έκαμε λάγιαση)
- δείτε και ξαλαγιάζω, ξελαγιάζω
- κατά μία ετυμολόγηση: καταλαγιάζω
Δε σχετίζεται το πλαγιάζω (< πλάγιος), ή το λάγιος
Πηγές
επεξεργασία- λαγιάζω σελ.4234 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- λαγιάζομαι — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.
- Κασσωτάκης Μιχάλης, (2021), Το γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων του οροπεδίου Λασιθίου, Αθήνα: Έκδοση του Συνδέσμου Λασιθιωτών Ηρακλείου «ΤΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ», (αρχική έκδοση 2018) pdf σελ.425