λάγιαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλάγιαση θηλυκό
- (ιδιωματικό, όπως στην Κρήτη) η ψυχική ηρεμία, ησυχία, γαλήνη
- στην έκφραση: δεν κάμω λάγιαση, δεν έκαμε λάγιαση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δεν έκαμε λάγιαση, ήδη το 1892, Κρήτη - Κέντρον[sic] ερεύνης της ελληνικής λαογραφίας, Ακαδημία Αθηνών