αρνεμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αρνεμός | οι | αρνεμοί |
γενική | του | αρνεμού | των | αρνεμών |
αιτιατική | τον | αρνεμό | τους | αρνεμούς |
κλητική | αρνεμέ | αρνεμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρνεμός αρσενικό