πορώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πορώδης | η | πορώδης | το | πορώδες |
γενική | του | πορώδους | της | πορώδους | του | πορώδους |
αιτιατική | τον | πορώδη | την | πορώδη | το | πορώδες |
κλητική | πορώδη(ς) | πορώδης | πορώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πορώδεις | οι | πορώδεις | τα | πορώδη |
γενική | των | πορωδών | των | πορωδών | των | πορωδών |
αιτιατική | τους | πορώδεις | τις | πορώδεις | τα | πορώδη |
κλητική | πορώδεις | πορώδεις | πορώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πορώδης < μεσαιωνική ελληνική πορώδης < πόρ(ος) + -ώδης
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπορώδης, -ης, -ες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πόρος