πωρώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πωρώδης | η | πωρώδης | το | πωρώδες |
γενική | του | πωρώδους | της | πωρώδους | του | πωρώδους |
αιτιατική | τον | πωρώδη | την | πωρώδη | το | πωρώδες |
κλητική | πωρώδη(ς) | πωρώδης | πωρώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πωρώδεις | οι | πωρώδεις | τα | πωρώδη |
γενική | των | πωρωδών | των | πωρωδών | των | πωρωδών |
αιτιατική | τους | πωρώδεις | τις | πωρώδεις | τα | πωρώδη |
κλητική | πωρώδεις | πωρώδεις | πωρώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πωρώδης < ελληνιστική κοινή πωρώδης < αρχαία ελληνική πῶρος
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπωρώδης, -ης, -ες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πώρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία πωρώδης
|